δεξιόσειρος

δεξιόσειρος
δεξιόσειρος, ο (Α)
1. (ίππος) ο δεμένος στα δεξιά τού τεθρίππου άρματος, ο οποίος δεν ήταν ζεμένος, όπως οι άλλοι δύο στον ζυγό, αλλά έξω απ' αυτόν, σε σκοινί
2. ορμητικός, ζωηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -σειρος < σειρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεξιόσειρος — right hand trace masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιοσείρων — δεξιόσειρος right hand trace masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAUCASUS — I. CAUCASUS mons editissimus in Septentrionali Asiae parte, Indiam dirimens a Scythia. Val. Flaccus, l. 5. Argonaut. v. 154. Ultimus inde sinus, saevumque Cubile Promethei Cernitur in gelidas consurgens Caucasus Arctos. A Circassis Salatta,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”