- δεξιόσειρος
- δεξιόσειρος, ο (Α)1. (ίππος) ο δεμένος στα δεξιά τού τεθρίππου άρματος, ο οποίος δεν ήταν ζεμένος, όπως οι άλλοι δύο στον ζυγό, αλλά έξω απ' αυτόν, σε σκοινί2. ορμητικός, ζωηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -σειρος < σειρά].
Dictionary of Greek. 2013.